- καθιστικός
- -ή, -ό [καθιστός]1. αυτός που κάθεται συχνά, αυτός που περπατά ελάχιστα («καθιστικός άνθρωπος»)2. αυτός που γίνεται χωρίς πολλές μετακινήσεις, εδραίος («καθιστικό επάγγελμα»)3. το ουδ. ως ουσ. το καθιστικόδωμάτιο στο οποίο συνηθίζει να συγκεντρώνεται όλη η οικογένεια, χώρος κατάλληλα επιπλωμένος για καθημερινή χρήση.
Dictionary of Greek. 2013.